- Ἑρμάριον
- Ἑρμάριονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ερμάριον — Ἑρμάριον, τὸ (Α) [Ερμής] 1. υποκορ. τού ονόμ. Ερμής 2. μικρό άγαλμα τού Ερμή … Dictionary of Greek
Ἑρμάρια — Ἑρμάριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερμάρι — Κοινή ονομασία διαφόρων επίπλων. Πιο συγκεκριμένα, ονομάζονται έτσι κινητά ή εντοιχισμένα έπιπλα, που χρησιμεύουν στη φύλαξη τροφών, ρούχων ή άλλων σκευών του σπιτιού. Ανάλογα με τη χρήση τους, έχουν διαφορετικό σχήμα και μέγεθος. Σήμερα… … Dictionary of Greek
Ερμάδιον — Ἑρμάδιον και Ἑρμάριον, τὸ (Α) 1. υποκορ. τού ονόμ. Ερμής, θωπευτική προσφώνηση τού Ερμή («ὦ φίλτατον Ἑρμάδιον, μή καταλίπῃς με», Λουκιαν.) 2. υποκορ. τών Ερμών, τών λίθινων προτομών τού Ερμή, οι οποίες χρησιμοποιούνταν ως οδοδείκτες. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek